άωρος

άωρος
(I)
ἄωρος, -ον (Α) [ώρα]
1. ανώριμος, άγουρος
2. άκαιρος, παράκαιρος
3. δύσμορφος, αποκρουστικός.
————————
(II)
ἄωρος, -ον (Α)
1. μετέωρος
2. (για πόδια ζώου) μπροστινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Χρησιμοποιήθηκε στην Οδύσσεια ως επίθετο του πόδες για τη Σκύλλα, που παρουσιάζεται ως τέρας με πολλά πόδια. Στα σχόλια συνδέεται η λ. με το αιωρώ και ερμηνεύεται άωροι
«κρεμαστοί», ενώ κατά τον Αρίσταρχο άωροι
«άκωλοι» (κωλή «μηρός, μπούτι»). Κατ' άλλους άωροι < α- στερ. + ιων. ὤρη ή ὥρη «μέρος από το ζώο που πρόκειται να θυσιαστεί», και συγκεκριμένα «γάμπα», σε αντίθεση προς το κωλή «μηρός». Τέλος στον Φιλήμονα τον κωμικό η λ. απαντά ως επίθ. του πόδες για τα μπροστινά πόδια, χρήση υστερογενής και κωμική].
————————
(III)
ἄωρος, ο (Α)
ο ύπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν τα άωρος και ώρος «ύπνος» θεωρηθούν παράλληλοι τύποι, τότε προέρχονται πιθ. από εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα *()wōro- (πρβλ. και *()-wōrā > αρχ. ισλ. όrαr «σύγχυση») της ρίζας *2w-er- παράλληλα προς τη ρίζα *2w-es- (πρβλ. αόρ. άεσα του αέσκω*), οπότε το α- του τ. άωρος θα είναι προθεματικό. Εξάλλου ίσως υπάρχει κάποια σχέση της λ. με το ρ. αωτώ* «κοιμάμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄωρος — 1 untimely masc/fem nom sg ἄωρος 2 fore masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άωρος — η, ο αγίνωτος, άγουρος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀωρότερον — ἄωρος 1 untimely adverbial comp ἄωρος 1 untimely masc acc comp sg ἄωρος 1 untimely neut nom/voc/acc comp sg ἄωρος 2 fore adverbial comp ἄωρος 2 fore masc acc comp sg ἄωρος 2 fore neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀωροτάτων — ἄωρος 1 untimely fem gen superl pl ἄωρος 1 untimely masc/neut gen superl pl ἄωρος 2 fore fem gen superl pl ἄωρος 2 fore masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀωρότατον — ἄωρος 1 untimely masc acc superl sg ἄωρος 1 untimely neut nom/voc/acc superl sg ἄωρος 2 fore masc acc superl sg ἄωρος 2 fore neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀώρως — ἄωρος 1 untimely adverbial ἄωρος 1 untimely masc/fem acc pl (doric) ἄωρος 2 fore adverbial ἄωρος 2 fore masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄωρον — ἄωρος 1 untimely masc/fem acc sg ἄωρος 1 untimely neut nom/voc/acc sg ἄωρος 2 fore masc/fem acc sg ἄωρος 2 fore neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀωροτάτοιο — ἄωρος 1 untimely masc/neut gen superl sg (epic) ἄωρος 2 fore masc/neut gen superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀωροτέροις — ἄωρος 1 untimely masc/neut dat comp pl ἄωρος 2 fore masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀωρίων — ἄωρος 1 untimely fem gen pl ἄωρος 1 untimely masc/neut gen pl ἀώριος fem gen pl ἀώριος masc/neut gen pl ἀωρέω to be careless pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”